σκόλυθρον

σκόλυμος

σκολυμώδης
σκόλυμος, ου () [] sorte de chardon comestible ou d’artichaut, Hés. O. 580 ; Th. H.P. 6, 4, 3 ||
E ἡ σκ. Numén. (Ath. 371c).