Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκορδινέομαι
σκορδίνημα
σκορδινησμός
σκορδίνημα,
ατος
(
τὸ
) [
ῐ
] action de s’étirer en bâillant,
Hpc.
1020
f
.
Étym.
σκορδινάομαι
.