σκορδύλη

σκοροδάλμη

σκοροδίζω
σκοροδ·άλμη, ης () brouet de saumure à l’ail, Ar. Eq. 199, 1095 ; Eccl. 292 ; Luc. Alex. 39, etc.
Étym. σκόροδον, ἅ.