Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις
σκοροδοφαγία
σκόρπαινα
σκοροδο·φαγία,
ας
(
ἡ
) [
φᾰ
] action de manger de l’ail,
Diosc.
Par.
2, 15
.
Étym.
σκ. φαγεῖν
.