σκοροδοπανδοκευτριαρτόπωλις

σκοροδοφαγία

σκόρπαινα
σκοροδο·φαγία, ας () [φᾰ] action de manger de l’ail, Diosc. Par. 2, 15.
Étym. σκ. φαγεῖν.