σκορπιόδηκτος

σκορπιοειδής

σκορπιόεις
σκορπιο·ειδής, ής, ές, en forme de scorpion ; τὸ σκορπιοειδές, Diosc. 4, 195, queue de scorpion (Scorpiurus L.) plante.
Étym. σκ. εἶδος.