σκορπιόθεν

σκορπιοκτόνον

σκορπιομάχος
σκορπιο·κτόνον, ου (τὸ) litt. « la mort aux scorpions », autre n. de la plante σκορπίουρον, Diosc. 4, 193.
Étym. σκ. κτείνω.