σκορπίος

σκορπίουρον

σκορπιοφόρος
σκορπί·ουρον, ου (τὸ) queue de scorpion, autre n. du tournesol ou ἡλιοτρόπιον μέγα, Diosc. 4, 28, 193, 194.
Étym. σκ. οὐρά, cf. σκορπιοειδής.