σκοτοειδής

σκοτόεις

σκοτοεργός
σκοτόεις, όεσσα, όεν :
1 obscur, sombre, Hés. O. 553 ; Nic. Al. 188, etc. ; fig. Empéd. 388 Mullach ||
2 p. suite, furtif, clandestin, Mus. 182.
Étym. σκότος.