σκοτομαχία

σκοτομήνη

σκοτομηνία
σκοτο·μήνη, ης () nuit obscure, litt. « où la lune ne brille pas », Arstd. t. 1, 570 ; fig. obscurité, trouble Spt. Ps. 10, 2.
Étym. σκότος, μήν.