σκυϐάλισμα

σκυϐαλισμός

σκύϐαλον
σκυϐαλισμός, οῦ () [ῠᾰ] action de rejeter avec mépris, d’où traitement injurieux, Pol. 30, 17, 12.
Étym. σκυϐαλίζω.