σκύϐαλον

σκυϐελίτης οἶνος

σκυδμαίνω
σκυϐελίτης οἶνος ou σκυϐελλίτης οἶνος () [] jus qui coule naturellement de la grappe, Arét. Cur. m. acut. 2, 9 ; Cur. m. diut. 1, 5, etc. ; Hsch. (vo Κέσκος) précise que ce « vin » tire son nom de Σκύϐελα, une ville de Pamphylie.