σκυλάκευμα

σκυλακεύς

Σκυλακεύς
σκυλακεύς, έως () [ῠᾰ] poét. c. σκύλαξ, Opp. C. 4, 481 (gén. sg. épq. -ῆος) ; 4, 227.
Étym. gén. pl. épq. -ήων.