σκυταλισμός

σκύταλον

σκυτάριον
σκύταλον, ου (τὸ) [ῠᾰ] bâton à gros bout, massue, Pd. O. 9, 45 ; Hdt. 3, 137 ; Xén. An. 7, 4, 15 ; Ar. Eccl. 76.
Étym. σκυτάλη.