σκύτειος

σκυτεύς

σκύτευσις
σκυτεύς, έως () [] tout ouvrier travaillant le cuir, particul. cordonnier, Ar. Av. 491 ; Xén. Mem. 1, 2, 37 ; 4, 4, 5 ; Plat. Rsp. 601c, Gorg. 491a.
Étym. σκῦτος.