σκυτίς

σκυτοϐραχίων

σκυτοδέψης
σκυτο·ϐραχίων, ονος (ὁ, ἡ) [ῡᾰ] muni d’un bras de cuir, Ath. 515d.
Étym. σκῦτος, βραχίων.