σκυτοδέψης

σκυτοδεψικός

σκυτοδεψός
σκυτοδεψικός, ή, όν [] de corroyeur, Th. H.P. 3, 17, 5, etc. ; Ruf. p. 213, 229.
Étym. σκυτοδέψης.