σκῆμα

σκηνάω-ῶ

σκηνέω-ῶ
σκηνάω-ῶ, Xén. An. 7, 4, 12 ; et moy. σκηνάομαι-ῶμαι, Plat. Rsp. 621a, c. σκηνέω.