σκηνικεύομαι

σκηνικός

σκηνίς
σκηνικός, ή, όν, de théâtre, scénique, DS. 17, 16 et 106 ; Phil. 1, 18 ; Plut. M. 1142b ; Ath. 561a, 630c ; ὁ σκ. Plut. Oth. 6, acteur, p. opp. au chœur (θυμελικός) ||
Cp. -ώτερος, Naz.
Étym. σκηνή.