σκῶλον

σκῶλος

Σκῶλος
σκῶλος, ου ()
1 pieu, poteau, Il. 13, 564 ||
2 épine, piquant, Ar. Lys. 810 ; fig. Spt. 2 Par. 28, 13, etc. ; cf. σκόλοψ.