σκωλύπτομαι

σκῶμμα

σκωμματικός
σκῶμμα, ατος (τὸ) raillerie, sarcasme, Ar. Pl. 316, etc. ; ἐν σκώμματος μέρει, Eschn. 17, 41, en manière de moquerie ; joint à γέλως, Dém. 1261, 14, etc.
Étym. σκώπτω.