σκωραμίς

σκωρία

σκωριοειδής
σκωρία, ας () scorie, écume d’un métal, particul. du fer, Arstt. Meteor. 4, 6, 9, etc. ; Diosc. 5, 9, 4 ; Str. 399.
Étym. σκώρ.