σμᾶνος

σμαράγδειος

σμαραγδίζω
σμαράγδειος, α, ον [μᾰ] d’émeraude, Hld. 2, 32, 8 ; 2, 9, 26 ; Palæph. 31, 7.
Étym. σμάραγδος.