σμαραγή

σμαραγίζω

Σμάραγος
σμαραγίζω [ᾰᾰ] c. σμαραγέω, Hés. Th. 693 ; Q. Sm. 14, 558 ||
E Impf. épq. σμαράγιζον, Q. Sm. l. c.