Σμέρδις

σμερδνός

Σμερδομένης
σμερδνός, ή, όν, c. σμερδαλέος, Il. 5, 742 ; Eschl. Pr. 355 ; Nic. Th. 815 ; neutre adv. σμερδνόν, Il. 15, 687, 732 ; Hh. 31, 9.
Étym. var. de σμερδαλέος.