σμινύδιον

σμινύη

σμίνυον
σμινύη, ης () [] sorte de pioche ou de hoyau à deux branches, Ar. Nub. 1486, 1500, Av. 602, Pax 546 ; Xén. Cyr. 6, 2, 34 ; Plat. Rsp. 370d.