σμύρνισις

σμυρνοφόρος

σμῦρος
σμυρνο·φόρος, ος, ον, qui produit (litt. qui porte) de la myrrhe, DS. 2, 45 ; Str. 769, 782 ; Ptol. 4, 7, 31 ; 6, 7, 26.
Étym. σμύρνα, φέρω.