σοϐαρεύομαι

σοϐαροϐλέφαρος

σοϐαρός
σοϐαρο·ϐλέφαρος, ος, ον [ᾰᾰ] au sourcil hautain, Anth. 5, 217.
Étym. σοϐαρός, βλέφαρον.