σομφώδης

σόος

Σόος
σόος, v. σάος.
*σόος, par contr. σοῦς, σοῦ () élan, impétuosité, Démocr. (Arstt. Cæl. 4, 6, 31).
Étym. p. *σόϝος, cf. σεύω.