Σπαρτιήτης

σπάρτινος

σπαρτίον
σπάρτινος, η, ον [] fait de genêt : ἡ σπ. El. N.A. 12, 43, c. σπάρτη ||
E Fém. -ος, Crat. (Com. fr. 2, 84).
Étym. σπαρτός.