σπάσμα

σπασματώδης

σπασμός
σπασματώδης, ης, ες [] convulsif, spasmodique, Th. fr. 7, 15 ||
Cp. -έστερος, Arstt. Probl. 5, 1, 1.
Étym. σπάσμα, -ωδης.