σπαθομήλη

σπαθοφοῖνιξ

σπαθόφυλλος
σπαθο·φοῖνιξ, ικος () [ᾰῑκ] tige de la fleur du palmier, Nicol. Myreps. 16, 42.
Étym. σπάθη, φοῖνιξ.