Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σπερματολογέω-ῶ
σπερματολόγος
σπερματοπώλης
σπερματο·λόγος,
ος, ον
[
ᾰ
]
c.
σπερμολόγος,
Epich.
(
Ath.
65
b
).