σπερμοποιέω-ῶ

σπερμοφάγος

σπερμοφορέω-ῶ
σπερμο·φάγος, ος, ον [] qui se nourrit de graines, Sext. P. 1, 56, etc.
Étym. σπέρμα, φαγεῖν.