σπερμοφορέω-ῶ

σπερμοφόρος

σπερμοφυέω-ῶ
σπερμο·φόρος, ος, ον, qui porte ou produit des graines, Th. C.P. 1, 21, 1 ; Anth. 6, 104.
Étym. σπέρμα, φέρω.