σφαιροειδῶς

σφαιροκύλισις

σφαιρομαχέω-ῶ
σφαιρο·κύλισις, εως () [ῠῑσ] mouvement d’une sphère, Cæsar. Quæst. 36.
Étym. σφαῖρα, κυλίω.