σφαιρομάχος

σφαιροπαικτική

σφαιροποιέω-ῶ
σφαιρο·παικτική, ῆς () [τῐ] (s. e. τέχνη) l’art de jouer à la balle, Sopater (W. 5, 22).
Étym. σφαῖρα, παίζω.