σφαιρωτής

σφαιρωτός

σφακελίας
σφαιρωτός, ή, όν :
1 arrondi, Opp. C. 2, 92 ||
2 garni d’un bouton, boutonné, moucheté, Xén. Eq. 8, 10.
Étym. vb. de σφαιρόω.