Σφενδαλεῖς

σφενδάμνινος

σφένδαμνος
σφενδάμνινος, η, ον []
1 de bois d’érable, Crat. (Com. fr. 2, 177) ||
2 p. ext. dur, solide, résistant, Ar. Ach. 181.
Étym. σφένδαμνος.