Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σφονδυλόεις
σφονδυλοκίνητος
σφόνδυλος
σφονδυλο·κίνητος,
ου
(
ὁ
) [
ῠῑ
] cou,
Spt.
Lev.
5, 8
.
Étym.
σφόνδυλος, κινέω
.