σφονδύλειον

σφονδύλη

σφονδύλιον
σφονδύλη, ης () [] insecte qui s’attaque aux racines des plantes, Ar. Pax 1077 ; Arstt. H.A. 5, 8, 3 ; 8, 24, 6.
Étym. pré-grec ; cf. σπονδύλη.