σφραγίς

σφράγισμα

σφραγιστήρ
σφράγισμα, ατος (τὸ) [ᾱγ] empreinte d’un sceau, Eur. Hipp. 864 ; Xén. Hell. 1, 4, 3 ; Mén. 4, 226 Meineke.
Étym. σφραγίζω.