σφυρηλατέω-ῶ

σφυρηλάτησις

σφυρήλατος
σφυρηλάτησις, εως () [ῡᾰ] action d’étendre sous le marteau, Timar. (Notices des mss. t. 9, p. 196).
Étym. σφυρηλατέω.