σποδιώδης

σποδοειδής

σποδόεις
σποδο·ειδής, ής, ές, de couleur cendrée, Hpc. 1221b ; Arstt. H.A. 8, 3, 2 ; Spt. Gen. 30, 39 ; 31, 10, etc.
Étym. σποδός, εἶδος.