σπονδηφορέω-ῶ

σπονδῖτις

σπονδοποιέομαι-οῦμαι
σπονδῖτις, ίτιδος [ῑῐδ] adj. f. qui sert aux libations. Anth. 6, 190.
Étym. σπονδή.