σπογγίον

σπογγιστικός

σπογγοειδής
σπογγιστικός, ή, όν, au fém. subst. ἡ σπογγιστική (s. e. τέχνη) Plat. Soph. 227a, l’art d’éponger.
Étym. σπογγίζω.