σπόγγος

σπογγοτήρας

σπογγοτόμος
σπογγο·τήρας, ου () litt. gardien d’éponge, animalcule qui vit dans l’éponge, Plut. M. 980b.
Étym. σπόγγος, τηρέω ; cf. πιννοτήρης.