σπουδαστής

σπουδαστικός

σπουδαστικῶς
σπουδαστικός, ή, όν, grave, sérieux, Plat. Rsp. 452e ||
Cp. -ώτερος, Arstt. Rhet. 2, 17, 3.
Étym. σπουδάζω.