σταδιαδρόμος

σταδιαῖος

σταδιασμός
σταδιαῖος, α, ον [] de l’étendue (longueur, largeur, etc.) d’un stade, Pol. 34, 11, 14 ; DH. 7, 73 ; DS. 1, 52 ; etc.
Étym. στάδιον.