σταδαῖος

στάδην

σταδιαδρομέω-ῶ
στάδην [] adv. :
1 en se tenant debout, Plat. com. 2-2, 659 Mein. ||
2 selon le poids, Nic. Al. 327.
Étym. ἵστημι, -δην ; cf. στάδιος 2.