σταλαγέω-ῶ

στάλαγμα

σταλαγμιαῖος
στάλαγμα, ατος (τὸ) [τᾰ] goutte, Eschl. Eum. 802 ; Soph. Ant. 1239 ; Philstr. 116.
Étym. σταλάζω.